- ἀρρεπῶς
- ἀρρεπήςinclining to neither sideadverbial (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ταυτοκίνητος — ον, Α ο κινούμενος κατά τον ίδιο τρόπο με άλλον, αυτός που έχει την ίδια ακριβώς κίνηση με άλλον («πρώτας οὐσίας τῆς οἰκείας αὐτοκινήτου καὶ ταυτοκινήτου... τάξεως ἀρρεπῶς ἀντέχεσθαι», Διον. Αρεοπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ταὐτ(ο) / ταυτ(ο) * + κινητός… … Dictionary of Greek
ԱՆՇԵՂԱԲԱՐ — ( ) NBH 1 0214 Chronological Sequence: Unknown date, 8c, 12c մ. ἁρρεπῶς nonvergendo, constanter Առանց շեղելոյ. անխոտորնակ. հաստատութեամբ. *Անշեղաբար վերաբնակել, կամ գոլ, կամ հպատակ լինել, կամ հետեւել. Դիոն.: եւ Մաքս.: *Անշեղաբար իմն հայելով ʼի… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)